- αμεσουράνητος
- -η, -ο [μεσουρανώ]1. (για ουράνια, σώματα) αυτός που δεν μεσουράνησε, που δεν έφθασε στο μέσο τού ουρανού, στον μεσημβρινό2. αυτός που δεν έφθασε ακόμη στο ανώτατο σημείο τής επιτυχίας, τής δόξας, τής ακμής.
Dictionary of Greek. 2013.